- μιναδόρος
- οεργάτης ειδικευμένος στο να ανοίγει μίνες, ιδίως σε μεταλλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. minadore].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιναδόρος — ο ο εργάτης ορυχείου που τοποθετεί δυναμίτες, ο υπονομευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπονομευτής — ο θηλ. εύτρια 1. εργάτης που σκάβει υπονόμους, μιναδόρος. 2. μτφ., αυτός που επιδιώκει δόλια να βλάψει κάποιον: Οι φασίστες είναι υπονομευτές της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)